- συμπιέσεως
- συμπιέσεω̆ς , συμπίεσιςcompressionfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροενισχυτής — ο τεχνολ. αεροσυμπιεστήρας χωρίς κινητήρια μηχανή. Οι αεροενισχυτές χρησιμοποιούνται συνήθως σε αεριοστροβίλους με περισσότερες από μία βαθμίδες συμπιέσεως, όπου ο αέρας, πριν αναμιχθεί με το αέριο καύσιμο, συμπιέζεται, «ενισχύεται» … Dictionary of Greek
μυρμηκίαση — η (ΑΜ μυρμηκίασις) [μυρμηκιώ] νεοελλ. ιατρ. α) αίσθημα ελαφρών νυγμών εμφανιζόμενο σε μια περιοχή τού σώματος αυτομάτως ή λόγω συμπιέσεως αγγείων ή νεύρων ή και κατά τη διαδρομή ορισμένων νόσων β) αιμωδία, κοινώς μούδιασμα, μυρμήγκιασμα (μσν. αρχ … Dictionary of Greek